συγκαθαρμόζω

συγκαθαρμόζω
Α
βοηθώ στην ετοιμασία νεκρού για ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καθαρμόζω «προσαρμόζω, εφαρμόζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκαθαρμόσαι — συγκαθαρμόζω join in composing the limbs aor inf act συγκαθαρμόσαῑ , συγκαθαρμόζω join in composing the limbs aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”